αντιαισθητικός

αντιαισθητικός
-ή, -ό
1. αυτός που αντιβαίνει στους κανόνες της αισθητικής, ο άσχημος
2. αυτός που δεν έχει αίσθηση του ωραίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά ακαλαίσθητος, κακόγουστος, άσχημος: Το ντύσιμό της συνήθως είναι αντιαισθητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισχρουργηματικός — ή, ό [αισχρούργημα] κακότεχνος, αντιαισθητικός …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”